μηδάτερος

μηδάτερος
μηδάτερος [ᾰ], α, ον, [dialect] Dor. for μηδέτερος, Leg.Gort.1.22, SIG56.24 (Argos, v B.C.), Foed.Delph.Pell.1 A 4 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηδάτερος — μηδάτερος, έρα, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. μηδέτερος …   Dictionary of Greek

  • μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”